κεφαλίδιον

κεφαλίδιον
κεφαλίδιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλίδιον — κεφαλίδιον, τὸ (Α) 1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι 2. στον πληθ. τα κεφαλίδια είδος φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κεραμ ίδιον, φιαλ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • ԹԱԿԱՂԱՂ — (ի, աց.) NBH 1 0793 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ԹԱԿԱՂԱՂ գրի եւ ԹԱԿԱՂԱԿ. κεφαλίδιον, κεφάλιον, κεφαλίς capitulum, capitellum Գլուխ սեան. վերնախարիսխ. խոյակ. (իբրու թագ, թաքքեա. կամ թակ ʼի վերայ գլխոյ սեան). *Սիւն մի հրեղէն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”